ντύνω

ντύνω
έντυσα, ντύθηκα, ντυμένος
1. φορώ ρούχα σε κάποιον.
2. το μέσ., ντύνομαι φορώ ρούχα, ενδύματα: Με της γνώριμης αρχαίας των αρετής, το σχήμα το ανωφέλευτο ντυμένες (Γρυπάρης).
3. μτφ., περιβάλλομαι: Και η γη τη χλόη ντύνεται, τα δάση της ισιώνουν (Βηλαράς).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ντύνω — ντύνω, έντυσα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ντύνω — 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με ένδυμα ή κάλυμμα, ενδύω ή επενδύω, καλύπτω με επένδυση (α. «ντύσε καλά το παιδί για να μην κρυώσει» β. «τόν έντυσα πολύ βαριά, χωρίς να κάνει κρύο» γ. «συνηθίζω να ντύνω τα βιβλία μου για να μη λερώνονται») 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • γαμπροστολίζω — ντύνω τον γαμπρό πριν απ τον γάμο …   Dictionary of Greek

  • έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • εντύνω — (I) ἐντύνω και ἐντύω (Α) Ι. 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω 2. (για πλοίο) εφοδιάζω, εφοπλίζω, εξοπλίζω 3. αναγκάζω, διατάζω, παραινώ, συνιστώ («κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει», Θέογν.) 4. φρ. «ἐντύνω ὑπόσχεσιν» εκπληρώνω υπόσχεση που έδωσα. (II)… …   Dictionary of Greek

  • μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… …   Dictionary of Greek

  • υπενδύω — ὑπενδύω ΝΜΑ [ἐνδύω] ντύνω εσωτερικά νεοελλ. επενδύω εσωτερικά, φοδράρω μσν. αρχ. ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ ἐρραμέν αὑτήν», Άλεξ. β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • αλαφροντύνω — 1. ντύνω κάποιον με ελαφρά ρούχα 2. μέσ. φοράω ελαφρά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ντύνω] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδύω — ἀμφιδύω (ΑΜ) [δύω] μσν. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τόν ντύνω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»] …   Dictionary of Greek

  • ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”